- Φίαλος
- Φίαλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιάλου — Φίαλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιάλων — Φίαλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Phialvs — PHIĂLVS, i, Gr. Φίαλος, ου, Bukolions Sohn, von dem die Stadt Phialia, in Arkadien, den Namen bekam. Paus. Arc. c. 3. p. 458. & ad eum Sylburg. l. c. Er folgete nachher seinem Vater in der Herrschaft und hatte seinen Sohn, Simus, zu seinem… … Gründliches mythologisches Lexikon
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek